- κυανό-χρως
κυανό-χρως, ωτος, dasselbe; πλόκαμος Eur. Phoen. 317; auch a. D.; nach Arist. rhet. 3, 3 nannte Alcidamas κυανόχρων τὸ τῆς ϑαλάττης ἔδαφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανό-χρως, ωτος, dasselbe; πλόκαμος Eur. Phoen. 317; auch a. D.; nach Arist. rhet. 3, 3 nannte Alcidamas κυανόχρων τὸ τῆς ϑαλάττης ἔδαφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπολευκόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπόλευκη επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόλευκος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρως] … Dictionary of Greek
κεραμόχρους — ουν αυτός που έχει το χρώμα τού κεραμιδιού, κεραμιδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελάγ χρους] … Dictionary of Greek
κερασόχρους — ουν (Μ κερασόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού κερασιού, κερασής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρασος + χρους (< χρώς), πρβλ. κυανό χρους, φαιό χρους] … Dictionary of Greek
λιβανόχρους — λιβανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λιθόχρους — λιθόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με τον λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
οζόχρωτος — ὀζόχρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει δυσώδες δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + χρωτος (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρωτος] … Dictionary of Greek