κυαν-όφρυς

κυαν-όφρυς

κυαν-όφρυς, υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκόφρυς — και λευκόφρυς, υος, ἡ (Α) ονομασία τού φυτού αρτεμισία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + όφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυαν όφρυς, λευκ όφρυς] …   Dictionary of Greek

  • μελάνοφρυς — μελάνοφρυς, υ (Α) αυτός που έχει μαύρα φρύδια, μαυροφρύδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὀφρῦς (πρβλ. κυάν οφρυς, λεύκ οφρυς)] …   Dictionary of Greek

  • χρύσοφρυς — όφρυος, ο, ΝΜΑ, και χρύσοφρυς, η, Ν νεοελλ. γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων τής οικογένειας σπαρίδες αρχ. είδος ψαριού, πιθανώς η τσιπούρα («ὀκτώ λάβρακας, χρυσόφρυς δὲ δώδεκα», Εύπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + οφρυς (< ὀφρῦς «φρύδι»), πρβλ. κυάν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”