- γυμνότης
γυμνότης, ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνότης, ητος, ἡ, Nacktheit, Dürftigkeit, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνότης — nakedness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότητα — γυμνότης nakedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότητας — γυμνότης nakedness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότητι — γυμνότης nakedness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότητος — γυμνότης nakedness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμνότητα — η (AM γυμνότης) [γυμνός] 1. το να είναι κανείς γυμνός μσν. νεοελλ. 1. ανεπάρκεια εφοδίων 2. οποιαδήποτε έλλειψη νεοελλ. (για τόπους) έλλειψη βλάστησης … Dictionary of Greek
ՄԵՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0255 Chronological Sequence: Unknown date գ. γύμνωσις, γυμνότης nuditas. Մերկ գոլն. ... *Ծածկեցին զմերկութիւն հօրն իւրեանց: Ի սով եւ ʼի ծարաւ եւ ʼի մերկութիւն. եւ այլն: *Ընդ ապականել մարմնոցն՝ ոչ ինչ հոգ տանի մերկութեն ոսկերացն. Իսիւք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)