κυανό-στολος

κυανό-στολος

κυανό-στολος, = κυανόπεπλος, Bion. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλύστολος — θηλύστολος, ον (Α) 1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον η θηλυπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + στολος (< στολή), πρβλ. έν στολος, κυανό στολος] …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”