- κυανό-χρωτος
κυανό-χρωτος, dasselbe; Orph. H. 69, 6; Maneth. 1, 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανό-χρωτος, dasselbe; Orph. H. 69, 6; Maneth. 1, 327.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οζόχρωτος — ὀζόχρωτος, ον (Μ) αυτός που έχει δυσώδες δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + χρωτος (< χρώς, χρωτός «επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρωτος] … Dictionary of Greek
λιβανόχρους — λιβανόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
λιθόχρους — λιθόχρους, ουν (Μ) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με τον λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, ροδό χρους] … Dictionary of Greek
λυχνιταρόχρους — λυχνιταρόχρους, ουν και οος, οον (Μ) αυτός που έχει το χρώμα τού λυχνιταρίου, τού λυχνίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυχνιτάρι + χρους (< χρώς, χρωτός και χροός «χρώμα»), πρβλ. κυανό χρους, μελανό χρους] … Dictionary of Greek
υπολευκόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει υπόλευκη επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόλευκος + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. κυανό χρως] … Dictionary of Greek