κυανό-πτερος

κυανό-πτερος

κυανό-πτερος, dunkelblau oder schwarz gefiedert; τέττιξ Hes. Sc. 393; ὄρνις Eur. Andr. 862.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλλίπτερος — καλλίπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, πυκνό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • λινόπτερος — λινόπτερος, ον (Α) (ποιητ. για πλοία) αυτός που έχει λινά ιστία ως πτέρυγες («λινόπτερα ναυτίλων ὀχήματα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτερος (< πτερόν), πρβλ. κυανό πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”