- γυμνό-πους
γυμνό-πους, οδος, ὁ, = γυμνοπόδης, Strab. VII, 294 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γυμνό-πους, οδος, ὁ, = γυμνοπόδης, Strab. VII, 294 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
καλλίπους — καλλίπους, οδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ωραία πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πους (< πούς), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
καναχήπους — και καναχόπους, ουν (Α) (για άλογο) αυτός που κάνει κρότο με τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καναχή + πους (< πους), πρβλ. γυμνό πους, ωκύ πους] … Dictionary of Greek
λασιόπους — λασιόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια («θάμνου λαγωὸν λασιόπουν ἀναστήσας», Αισώπ. Μύθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + πους (< πούς), πρβλ. γυμνό πους, καλλί πους] … Dictionary of Greek
ιερακοπόδιον — ἱερακοπόδιον, τὸ (Α) το φυτό λυχνίς η αγρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + πόδιον < πους, ποδός (πρβλ. γυμνο πόδιον, κλινο πόδιον)] … Dictionary of Greek
λαβροπόδης — λαβροπόδης, ὁ (Α) αυτός που επέρχεται ορμητικά, ορμητικός («λαβροπόδης χείμαρρος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης, ξυλο πόδης] … Dictionary of Greek
χωλοπόδης — και χωλοιπόδης, ὁ, Μ χωλόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωλός + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. γυμνο πόδης] … Dictionary of Greek