- κυανό-πρωρος
κυανό-πρωρος, mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῠς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυανό-πρωρος, mit dunkelblauem oder schwarzem Vordertheile, ναῠς, das schwarz geschnäbelte Schiff, Od. 9, 482; eigtl. κυανόπρῳρος, wie E. M κυανοπρωΐρους schreibt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει πλώρη πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. καλλί πρῳρος, κυανό πρωρος] … Dictionary of Greek
χαλκόπρωρος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χάλκινη πλώρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. κυανό πρῳρος, ὀξύ πρῳρος] … Dictionary of Greek
μελάμπρωρος — μελάμπρῳρος, ον (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μαύρη πρώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πρῶρα (πρβλ. καλλί πρωρος, κυανό πρωρος)] … Dictionary of Greek