κυκνῖτις

κυκνῖτις

κυκνῖτις βοή, ἡ, Schwanengesang, Soph. fr. 440.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυκνίτις — κυκνῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) βλ. κύκνειος …   Dictionary of Greek

  • κυκνῖτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυκνῖτιν — κυκνῖτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνειος — α, ο(ν) (Α κύκνειος, α, ον, θηλ. και ος και κυκνῑτις, ίτιδος) [κύκνος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ) νεοελλ. φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» το τελευταίο έργο …   Dictionary of Greek

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”