ζυγία

ζυγία

ζυγία, , Bergrüster, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγία — ζυγίᾱ , ζύγιος of fem nom/voc/acc dual ζυγίᾱ , ζύγιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ζυγίᾱ , ζυγία maple fem nom/voc/acc dual ζυγίᾱ , ζυγία maple fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγία — η (Α ζυγία) βοτ. είδος πτελέας, φτελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + κατάλ. ία. Από το ξύλο τού φυτού κατασκευάζονταν ζυγοί] …   Dictionary of Greek

  • ζυγιά — η 1. (για πρόσ.) ζεύγος, ζευγάρι 2. ζεύγος μουσικών οργάνων ή ζεύγος παικτών μουσικών οργάνων, π.χ., βιολιού και λαγούτου («στο γάμο του είχε πέντε ζυγιές λαλούμενα») 4. στάθμιση, ζύγισμα, ζύγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζυγ τού ζυγός + κατάλ. ιά] …   Dictionary of Greek

  • ζυγιά — η 1. ζεύγος, ζευγάρι. 2. ζεύγος μουσικών οργάνων ή ζεύγος μουσικών που παίζουν μουσικά όργανα σε λαϊκές συγκεντρώσεις: Στο γάμο του είχε δυο ζυγιές λαουτάρηδες και βιολιτζήδες. 3. ζύγισμα, ζύγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζύγια — τα βλ. ζύγι (4, 5) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζύγια — ζύγιον neut nom/voc/acc pl ζύγιος of neut nom/voc/acc pl ζύγιος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίας — ζυγίᾱς , ζύγιος of fem acc pl ζυγίᾱς , ζύγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) ζυγίᾱς , ζυγία maple fem acc pl ζυγίᾱς , ζυγία maple fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγίαν — ζυγίᾱν , ζύγιος of fem acc sg (attic doric aeolic) ζυγίᾱν , ζυγία maple fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Зигия — (Ζυγία соединяющая) эпитет Геры, как богини брака …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ζύγι — και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν) 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση 2. στον πληθ. τα ζύγια ή ζυγά τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή… …   Dictionary of Greek

  • υγιοζυγία — ἡ, Α ορθός συνδυασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + ζυγία (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ομο ζυγία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”