ζυγαῖος

ζυγαῖος

ζυγαῖος, = ζύγιος, Chrys.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζυγαίος — ζυγαῑος, α, ον (Α) [ζυγόν] ζύγιος, αυτός που αποτελεί ζευγάρι μαζί με κάποιον άλλο, συνδεδεμένος, αλληλένδετος με κάποιον ή κάτι («ζυγαῑα... φῶς καὶ ἀθανασία», Ιω. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”