- κυνό-δηκτος
κυνό-δηκτος, vom Hunde gebissen, Sp.; auch ἕλκη, Arist. H. A. 9, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-δηκτος, vom Hunde gebissen, Sp.; auch ἕλκη, Arist. H. A. 9, 44.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εχίδηκτος — ἐχίδηκτος, ον (Μ) αυτός που έχει δαγκωθεί από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
εχιόδηκτος — ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό δηκτος, οφιό δηκτος] … Dictionary of Greek
θηριόδηκτος — θηριόδηκτος, ον (Α) αυτός που έχει δεχθεί δόγκωμα άγριου ζώου, ιδίως φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. καρδιό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek
καρδιόδηκτος — καρδιόδηκτος, ον (Α) αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιά («κράτος καρδιόδηκτον» δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριό δηκτος, κυνό δηκτος] … Dictionary of Greek