κυν-όδους

κυν-όδους

κυν-όδους, οντος, ὁ, der Hundszahn, der spitze Eckzahn zu beiden Seiten der Schneidezähne; Epicharm. bei Ath. X, 411 b; Xen. de re equ. 6, 8; Arist. physiogn. 6 part. anim. 3, 1 u. Sp. – Vom Giftzahne der Schlangen, Nic. th. 130. 231. – Auch von den Zähnen der Säge, Ael. H. A. 10, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… …   Dictionary of Greek

  • θηκιόδους — ο η θήκη τού δοντιού, το φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. τού θήκη (πρβλ. φατνίο) + όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυν όδους, μον όδους] …   Dictionary of Greek

  • καπριόδους — καπριόδους, οντος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει δόντια κάπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπριος + όδους (< ὀδούς, όντος), πρβλ. κυν όδους] …   Dictionary of Greek

  • κυνόδοντας — ο (Α κυνόδους, οντος) καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων αρχ. 1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.) 2. δόντι πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • κυνόδων — κυνόδων, οντος, ὁ (Α) ο κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”