κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
θηκιόδους — ο η θήκη τού δοντιού, το φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. τού θήκη (πρβλ. φατνίο) + όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυν όδους, μον όδους] … Dictionary of Greek
καπριόδους — καπριόδους, οντος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει δόντια κάπρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπριος + όδους (< ὀδούς, όντος), πρβλ. κυν όδους] … Dictionary of Greek
κυνόδοντας — ο (Α κυνόδους, οντος) καθένα από τα δόντια τών θηλαστικών, τέσσερα στον άνθρωπο, τα οποία βρίσκονται μεταξύ τών τομέων και τών προγομφίων αρχ. 1. δόντι δηλητηριωδών ερπετών («γλῶσσαν δὲ καταπρίει κυνόδοντι», Νικ.) 2. δόντι πριονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
κυνόδων — κυνόδων, οντος, ὁ (Α) ο κυνόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς] … Dictionary of Greek