- κυνό-μορφος
κυνό-μορφος, von Hundsgestalt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κυνό-μορφος, von Hundsgestalt, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νερτερόμορφος — νερτερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή νεκρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέρτεροι «νεκροί» + μορφος (< μορφή), πρβλ. θεό μορφος, κυνό μορφος] … Dictionary of Greek