κτίζω

κτίζω

κτίζω, perf. κεκτικέναι D. Sic. fr. 19, aber ἔκτισμαι Eur. fr. Erechth. 17, 9; ein Land bebauen, bewohnbar machen, mit Ansiedlern bevölkern; κτίσσε δὲ Δαρδανίην Il. 20, 216; χώρην, νῆσον, Her. 1, 149. 4, 178; – bes. eine Stadt gründen; οἳ πρῶτοι Θήβης ἕδος ἔκτισαν Od. 11, 262; πόλιν ἔκτισσεν Pind. P. 1, 62; ἀποικίαν Aesch. Prom. 817; πόλιν Her. 1, 168; Thuc. 1, 7; Plat. Prot. 322 b; Isocr. 4, 35; Folgde; – auch βωμὸν ϑεᾷ, Pind. Ol. 7, 42; – übh. gründen, einrichten, ἄλσεα P. 5, 89, ἑορτὰν καὶ τεϑμὸν ἀέϑλων Ol. 6, 69; τάφον τινί Soph. Ant. 1088, ἵπποισι τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν πρώταισι ταῖςδε κτίσας ἀγυιαῖς, d. i. er erfand ihn, O. C. 719; – bei den Tragg., bes. Aesch. auch = hervorbringen, machen; παῖδα, τὸν αὐτός ποτ' ἔκτισεν γόνῳ, das Kind, das er selbst erzeugt, Aesch. Suppl. 163, vgl. 1053; οὕτω γὰρ ἄν σοι δαῖτες ἔννομοι βροτῶν κτιζοίατο Ch. 477; ἐλεύϑερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει 1056, wird dich von diesem Leide befreien, u. öfter; καὶ ταῠτ' ἔτλη χεὶρ γυναικεία κτίσαι, dies auszuführen, dies zu thun, Soph. Tr. 894; ποτανὰν εἴ σέ τις ϑεῶν κτίσαι Eur. Suppl. 620. – S. κτίλος u. κτίμενος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτίζω — people pres subj act 1st sg κτίζω people pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — → δες χτίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κτίζω — και χτίζω έκτισα και έχτισα, κτίστηκα και χτίστηκα, κτισμένος και χτισμένος 1. οικοδομώ. 2. φράζω με τοίχο. 3. ιδρύω πόλη. 4. δημιουργώ από το μηδέν: Ο Θεός έκτισε τον κόσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίζον — κτίζω people pres part act masc voc sg κτίζω people pres part act neut nom/voc/acc sg κτίζω people imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κτίζω people imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεκτισμένα — κτίζω people perf part mp neut nom/voc/acc pl κεκτισμένᾱ , κτίζω people perf part mp fem nom/voc/acc dual κεκτισμένᾱ , κτίζω people perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζεσθε — κτίζω people pres imperat mp 2nd pl κτίζω people pres ind mp 2nd pl κτίζω people imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζῃ — κτίζω people pres subj mp 2nd sg κτίζω people pres ind mp 2nd sg κτίζω people pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσαι — κτίζω people aor imperat mid 2nd sg κτίζω people aor inf act κτίσαῑ , κτίζω people aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσον — κτίζω people aor imperat act 2nd sg κτίζω people fut part act masc voc sg κτίζω people fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίσσαι — κτίζω people aor imperat mid 2nd sg (epic) κτίζω people aor inf act (epic) κτίσσαῑ , κτίζω people aor opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”