- κτίμενος
κτίμενος, einzeln stehendes partic. eines aor. sync., wie von ΚΤΙΩ, zu κτίζω gehörig, = gegründet. S. ἐϋκτίμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτίμενος, einzeln stehendes partic. eines aor. sync., wie von ΚΤΙΩ, zu κτίζω gehörig, = gegründet. S. ἐϋκτίμενος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κτίμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτίμενος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτίμενος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός ήρωας. Από αυτόν πήρε την ονομασία της η πόλη των Δολόπων Κτιμένες. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν πατέρας του Ευρυδάμαντα, γνωστού από τη συμμετοχή του στην Αργοναυτική εκστρατεία. 2. Γιος του Γανύκτορα που … Dictionary of Greek
κτίμενον — κτίμενος masc acc sg κτίμενος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένη — κτίμενος fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένην — κτίμενος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένης — κτίμενος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτιμένου — Κτίμενος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένου — κτίμενος masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτιμένῃ — κτίμενος fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτιμένῳ — Κτίμενος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)