κτίτης

κτίτης

κτίτης, , = κτιστής; Ἄργους, Einwohner, Eur. Or. 1637.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτίτης — κτίτης, ὁ (Α) [κτίζω] 1. ιδρυτής, θεμελιωτής 2. κάτοικος …   Dictionary of Greek

  • κτίται — κτίτης inhabitant masc nom/voc pl κτίτᾱͅ , κτίτης inhabitant masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίτας — κτίτᾱς , κτίτης inhabitant masc acc pl κτίτᾱς , κτίτης inhabitant masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίτερ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίτης, με διαλεκτικό ρωτακισμό (πρβλ. κέστερ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”