κτίτωρ

κτίτωρ

κτίτωρ, ορος, ὁ, dasselbe, Tzetz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κτίτωρ — κτίτωρ, ορος, ὁ (Μ) βλ. κτίτορας …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκτίτωρ — ορος, ὁ, Μ ο πρώτος κτίτωρ*, κτίστης, ιδρυτής ή θεμελιωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κτίτωρ (< κτίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ктитор — церк. староста , диал. титар, китар, др. русск. ктиторъ основатель (монаст.) (Сузд. грам. 1382 г.; см. Срезн. I, 1356), цслав. ктиторъ, хтиторъ. Заимств. из греч. κτίτωρ основатель , а не из κτήτωρ владелец ; см. Хацидакис, ᾽Αθηνᾶ 21, 441 и сл.;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ανεγέρτης — κ. τής, ο ο ιδρυτής, ο κτίτωρ …   Dictionary of Greek

  • κτίζω — και χτίζω (AM κτίζω) 1. (για πόλη) ανεγείρω, ιδρύω, θεμελιώνω (α. «κτιζομένη πόλις», Φιλόδ. β. «ο Μέγας Αλέξανδρος έκτισε την Αλεξάνδρεια» γ. «Πάμμιλον πέμψαντες Σελινοῡντα κτίζουσι», Θουκ. δ. «Σμύρνην τὴν ἀπὸ Κολοφώνος κτισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κτίτορας — ο (Μ κτίτωρ, ορος) 1. κτίστης, ιδρυτής, θεμελιωτής 2. (ειδ.) ο ιδρυτής ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτι τού κτίζω + επίθημα τωρ (πρβλ. κτή τωρ, κοσμή τωρ, ρή τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • κτιτορικός — ή, ό (Μ κτιτορικός, ή, όν) [κτίτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτίτορα, στον ιδρυτή, στον θεμελιωτή («κτιτορική επιγραφή» η επιγραφή στην οποία δηλώνεται η θεμελίωση ναού, μονής ή άλλου ιερού ιδρύματος) …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • ctitor — CTÍTOR, Ă, ctitori, e, s.m. şi f. Persoană care suportă în total sau în parte cheltuielile pentru ridicarea (ridica) şi înzestrarea (înzestra) unei biserici sau a unei mănăstiri; p. ext. fondator al unei instituţii, asociaţii etc. – Din. sl.… …   Dicționar Român

  • АМАСИЙ — [греч. ̓Αμάσιος] († 17.01.1631), греч. монах, основатель мон ря Богородицы Гонийской (близ Кисамоса, о в Крит). Монашествовал на Кипре, затем, вероятно после захвата острова турками (1571), переселился на Крит. В авг. 1618 г. А., молившийся вне… …   Православная энциклопедия

  • ВАРНАКОВА УСПЕНИЯ БОГОРОДИЦЫ ЖЕНСКИЙ МОНАСТЫРЬ — Мон рь Варнакова Мон рь Варнакова [греч. Βαρνάκοβα; Βαρνακόβης], принадлежит Фокидской митрополии Элладской Православной Церкви. Расположен в 25 км от г. Нафпактоса, на горе св. Арсения, на высоте 800 м. Один из монашеских центров, сыгравших… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”