- κτηνο-βάτης
κτηνο-βάτης, mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηνο-βάτης, mit Thieren Unzucht treibend, Schol. Ar. Ran. 432.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναυβάτης — ο (ΑΜ ναυβάτης, Α ποιητ. τ. νηοβάτης, Μ θηλ. ναυβάτις) αυτός που επιβαίνει σε πλοίο, ο επιβάτης πλοίου νεοελλ. αυτός που ανήκει σε πλήρωμα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κτηνο βάτης, στυλο βάτης] … Dictionary of Greek