- κτημάτιον
κτημάτιον, τό, dim. von κτῆμα, ein kleines Gut, Alciphr. 1, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτημάτιον, τό, dim. von κτῆμα, ein kleines Gut, Alciphr. 1, 36.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] … Dictionary of Greek
κτημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτηματίοις — κτημάτιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)