- κτηνηδόν
κτηνηδόν, nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηνηδόν, nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτηνηδόν — (Α) επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] … Dictionary of Greek
κτηνηδόν — like beasts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek