- κρῡμαλέος
κρῡμαλέος, eiskalt, frostig; Sp., wie z. B. Heracl. Alleg. Hom. 50; Eratosth. 2, 10; S. Emp. adv. phys. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῡμαλέος, eiskalt, frostig; Sp., wie z. B. Heracl. Alleg. Hom. 50; Eratosth. 2, 10; S. Emp. adv. phys. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυμαλέος — κρυμαλέος, α, ον (Α) ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, ριγ αλέος)] … Dictionary of Greek
κρυμαλέης — κρυμαλέος icy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυμαλέοις — κρυμαλέος icy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυμαλέου — κρυμαλέος icy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… … Dictionary of Greek
κρυμαλέαι — κρυμαλέᾱͅ , κρυμαλέος icy fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)