κρῡμός

κρῡμός

κρῡμός, , Eiskälte, Frost; Soph. frg. 448; καταλαβεῖν αὐτὸν χειμῶνα καὶ κρυμόν Her. 4, 8; ἀφόρητος ib. 28; Sp., νιφόεις Antiphil. 8 (VI, 252); auch im plur., κατὰ τοὺς κρυμούς Strab. XI, 494; Diosc. – Fieberfrost, Medic. – S. auch κρυμνός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… …   Dictionary of Greek

  • κρυμός — κρῡμός , κρυμός icy cold masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρύος — (I) α, ο και κρύγιος ια, ιο (AM κρύος, α, ον, Μ και κρύγιος, ια, ιο) νεοελλ. μσν. 1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος») 2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή… …   Dictionary of Greek

  • Grimm, der — Der Grimm, des es, plur. car. eigentlich derjenige hohe Grag des Zornes, der sich durch ungewöhnliche Geberden, durch eine widrige Verstellung der Gesichtszüge, besonders durch Zusammenbeißung der Zähne, offenbaret. In Grimm gerathen. Etwas im… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • hemacrimo — (Del gr. haima, sangre + khrymos, frío.) ► adjetivo ZOOLOGÍA Se aplica al animal que tiene una temperatura igual a la del medio en que vive. ANTÓNIMO hematermo * * * hemacrimo (de «hema » y el gr. «krymós», frío) adj. Zool. Se aplica a los… …   Enciclopedia Universal

  • δυσαής — δυσαής, ές (Α) 1. αυτός που πνέει δυνατά, θυελλώδης 2. υπερβολικός, έντονος («δυσαής κρυμός» τσουχτερό κρύο) 3. αυτός που αποπνέει δυσοσμία …   Dictionary of Greek

  • κρυμαίνω — (Α) [κρυμός] κρυώνω κάτι, ψύχω κάτι …   Dictionary of Greek

  • κρυμαλέος — κρυμαλέος, α, ον (Α) ψυχρός, παγερός, κρύος σαν πάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, ριγ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] …   Dictionary of Greek

  • κρυμοχαρής — κρυμοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστιέται όταν έχει κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + χαρής (< θ. χαρ , πρβλ. ἐ χάρ ην, παθ. αόρ. τού χαίρω), πρβλ. αιμο χαρής, νυκτι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • κρυμώ — κρυμῶ, όω (Α) [κρυμός] ψύχω, παγώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”