- κρῡμαίνω
κρῡμαίνω, nach Hdn. epimer. p. 75 = ψύχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρῡμαίνω, nach Hdn. epimer. p. 75 = ψύχω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρυμαίνω — (Α) [κρυμός] κρυώνω κάτι, ψύχω κάτι … Dictionary of Greek
κρυμός — κρυμός, ὁ (Α) 1. υπερβολικό κρύο, παγωνιά, παγετός («καταλαβεῑν γὰρ αὐτὸν χειμῶνά τε καὶ κρυμόν», Ηρόδ.) 2. ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο («κρυμὸν φέρων γνάθοισιν ἐξ ἀμφημέρου», Σοφ.) 3. φρ. «κρυμὸς χολῶς» ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ.… … Dictionary of Greek