- κρηνιάς
κρηνιάς, άδος, ἡ, besonderes fem. zu κρηναῖος, zur Quellegehörig; αἱ Κρανιάδες, Quellnymphen, Theocr. 1, 22. – Die Quelle, Alcaeus 17 (VII, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηνιάς, άδος, ἡ, besonderes fem. zu κρηναῖος, zur Quellegehörig; αἱ Κρανιάδες, Quellnymphen, Theocr. 1, 22. – Die Quelle, Alcaeus 17 (VII, 55).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρηνιάς — κρηνιάς, άδος (Α) βλ. κρηναίος … Dictionary of Greek
κρηνιάδες — κρηνιάς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηνιάσιν — κρηνιάς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηναίος — α, ο (Α κρηναῑος και κρηνιαῑος, αία, ον, θηλ. και κρηνιάς) αυτός που προέρχεται από κρήνη («τυγχάνει δὲ καὶ ἄλλο σφι ὕδωρ κρηναῑον ἐόν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. αγορ αίος, μοιρ αίος). Ο τ. κρηνιάς < κρήνη + επίθημα ιάς … Dictionary of Greek
κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… … Dictionary of Greek