- κρημνισμός
κρημνισμός, ὁ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρημνισμός, ὁ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρημνισμός — κρημνισμός, ὁ (Α) [κρημνίζω] πτώση από γκρεμό, γκρέμισμα … Dictionary of Greek
κρημνισμῶν — κρημνισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γκρεμνισμός — ο [κρημνισμός] 1. πέσιμο από ψηλά, γκρέμισμα 2. καταστροφή, αφανισμός … Dictionary of Greek