- κρομμύδιον
κρομμύδιον, τό, dim. zu κρόμμυον, Schol. Opp. 3, 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρομμύδιον, τό, dim. zu κρόμμυον, Schol. Opp. 3, 173.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρομμύδιον — κρομμύδιον, τὸ (AM, Μ και κρομμύδιν) μικρό κρεμμύδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + υποκορ. κατάλ. ύδιον (πρβλ. δακρ ύδιον, καρ ύδιον)] … Dictionary of Greek
κρομμύδιον — small onion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμυδίοις — κρομμύδιον small onion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμυδίου — κρομμύδιον small onion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαταλοκρομμύδης — ὁ, Μ αυτός που τρώει με απληστία, με λαιμαργία τα κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπατάλη + κρομμύδιον] … Dictionary of Greek