κροκώτιον, τό, dim. zu κροκωτός, Poll. 7, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκώτιον — κροκώτιον, τὸ (Α) [κροκωτός] κροκωτίδιον … Dictionary of Greek
κροκώτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκωτίωι — κροκωτίῳ , κροκώτιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)