- κροκώτινος
κροκώτινος, = κροκωτός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκώτινος, = κροκωτός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκώτινος — κροκώτινος, ίνη, ον (Α) [κροκωτός] κροκωτός … Dictionary of Greek
κροκωτίνοις — κροκώτινος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)