- κροκήϊος
κροκήϊος, p. für κροκεῖος, = κρόκεος; ἄνϑος H. h. Cer. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκήϊος, p. für κροκεῖος, = κρόκεος; ἄνϑος H. h. Cer. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκήιος — κροκήϊος, ΐη, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. κρόκεος … Dictionary of Greek
κροκηίῳ — κροκήιος of saffron masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκεος — κρόκεος, ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, ίη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα εος / ήϊος (πρβλ. χάλκ εος / χαλκ ήϊος, κεράμ εος / κεραμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek