- κροκό-βαπτος
κροκό-βαπτος, mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κροκό-βαπτος, mit Saffran gefärbt, ποδὸς εὔμαρις Aesch. Pers. 660.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοκκινόβαπτος — και κοκκινόβαφτος, η, ο (Μ) ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + βαπτός (πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος)] … Dictionary of Greek
φοινικόβαπτος — ον, Α βαμμένος με πορφυρό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος] … Dictionary of Greek
φονόβαπτος — ον, Μ αυτός που βάφηκε με αίμα από φόνο («φονόβαπτα τὰ ξίφη», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό βαπτος, πορφυρό βαπτος] … Dictionary of Greek
κροκόβαπτος — κροκόβαπτος, ον (Α) ο βαμμένος με κρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαπτός (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»)] … Dictionary of Greek