κροκόεις

κροκόεις

κροκόεις, εσσα, εν, saffrangelb; στολίς Eur. Phoen. 1505; κισσός Theocr. ep. 3 (IX, 3381; vgl. 1, 31; χ ιτών Phalaec. bei Ath. X, 440 d; ohne den Zusatz χιτών allein ὁ κροκόεις = ein Prachtkleid von Saffranfarbe, Ar. Th. 1044.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… …   Dictionary of Greek

  • κροκόεις — saffron coloured masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεν — κροκόεις saffron coloured masc voc sg κροκόεις saffron coloured neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεντα — κροκόεις saffron coloured neut nom/voc/acc pl κροκόεις saffron coloured masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεντας — κροκόεις saffron coloured masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεντι — κροκόεις saffron coloured masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεντος — κροκόεις saffron coloured masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροκόεσσαν — κροκόεις saffron coloured fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • κροκοΐτης — ο (ορυκτ.) χρωμικό ορυκτό τού μολύβδου που έχει παρόμοια σύσταση με το κίτρινο τού χρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocoite < γερμ. krokoit, άλλος τ. τού krokoisit < γαλλ. crocoise < κροκόεις < κρόκος) + κατάλ. it. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”