κροκόεις — κροκόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ό κροκόεις ή τὸ κροκόεν ένδυμα βαμμένο με κρόκο («ὃς ἐμὲ κροκόεν τόδ ἐνέδυσεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα (ο)εις (πρβλ. αστερ… … Dictionary of Greek
κροκόεις — saffron coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεν — κροκόεις saffron coloured masc voc sg κροκόεις saffron coloured neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντα — κροκόεις saffron coloured neut nom/voc/acc pl κροκόεις saffron coloured masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντας — κροκόεις saffron coloured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντι — κροκόεις saffron coloured masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεντος — κροκόεις saffron coloured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόεσσαν — κροκόεις saffron coloured fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
κροκοΐτης — ο (ορυκτ.) χρωμικό ορυκτό τού μολύβδου που έχει παρόμοια σύσταση με το κίτρινο τού χρωμίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. crocoite < γερμ. krokoit, άλλος τ. τού krokoisit < γαλλ. crocoise < κροκόεις < κρόκος) + κατάλ. it. Η λ.… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek