κροκοῦν — κροκόω crown with yellow ivy pres part act masc voc sg κροκόω crown with yellow ivy pres part act neut nom/voc/acc sg κροκόω crown with yellow ivy pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόωσιν — κροκόω crown with yellow ivy pres part act masc/neut dat pl (epic) κροκόω crown with yellow ivy pres subj act 3rd pl (epic) κροκόω crown with yellow ivy pres ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκροκωμένον — κροκόω crown with yellow ivy perf part mp masc acc sg κροκόω crown with yellow ivy perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκοῦ — κροκόω crown with yellow ivy pres imperat mp 2nd sg κροκόω crown with yellow ivy imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκόωντες — κροκόω crown with yellow ivy pres part act masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκῶτ' — κροκῶτε , κροκόω crown with yellow ivy pres imperat act 2nd pl (doric aeolic) κροκῶτε , κροκόω crown with yellow ivy pres subj act 2nd pl κροκῶτε , κροκόω crown with yellow ivy pres ind act 2nd pl (doric aeolic) κροκῶται , κροκόω crown with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκῶν — κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem gen pl κροκόω crown with yellow ivy pres part act masc voc sg (doric aeolic) κροκόω crown with yellow ivy pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κροκόω crown with yellow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκου — κρόκος saffron masc gen sg κροκόω crown with yellow ivy pres imperat act 2nd sg κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκων — κρόκος saffron masc gen pl κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέκω — (Α) 1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.) 2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.) 3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο 4. (γενικά) παίζω όργανο 5. αναδίδω… … Dictionary of Greek
κρόκους — κρόκος saffron masc acc pl κροκόω crown with yellow ivy imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)