- προ-δρομή
προ-δρομή, ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δρομή, ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδρομή — ἡ, Α 1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός 2. (κατ επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῡ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.) 3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο … Dictionary of Greek