- προ-βασιλεύω
προ-βασιλεύω, vorher König sein, herrschen, D. Sic. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-βασιλεύω, vorher König sein, herrschen, D. Sic. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προβεβασιλευκότα — πρό βασιλεύω to be king perf part act neut nom/voc/acc pl πρό βασιλεύω to be king perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκόσι — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκόσιν — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκότας — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκότες — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκότι — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκότος — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκότων — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβεβασιλευκώς — πρό βασιλεύω to be king perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… … Dictionary of Greek