- προ-μαρτύρομαι
προ-μαρτύρομαι, dep. med., vorher zeugen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-μαρτύρομαι, dep. med., vorher zeugen, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προμαρτύρομαι — ΜΑ δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῑς Πνεῡμα Χριστοῡ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.) μσν. διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»] … Dictionary of Greek