- κραταί-πῑλος
κραταί-πῑλος, Aesch. bei Choerobosc. in B. A. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταί-πῑλος, Aesch. bei Choerobosc. in B. A. 1391, wird ὁ ἰσχυρὸν πίλιον ἔχων erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλατύπιλος — ον, Α (για καπέλο) αυτός που έχει πλατύ γύρο, μεγάλη περιφέρεια, πλατύγυρος («πλατύπιλος κυνῆ», Σχολ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + πῖλος «καπέλο» (πρβλ. κραταί πιλος)] … Dictionary of Greek
κραταίπιλος — κραταίπιλος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρό πίλο, δηλ. γερή εσωτερική επένδυση περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πῖλος «καπέλο»] … Dictionary of Greek