κραταί-πους

κραταί-πους

κραταί-πους, ποδος, starkfüßig, ἡμίονοι, Hom. ep. 15, 9. Vgl. καρταίπους.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαλαίπους — ουν, Α αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί πους] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόπους — μεγαλόπους, ουν (Α) αυτός που έχει μεγάλα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πούς (πρβλ. κραταί πους)] …   Dictionary of Greek

  • κραταίπους — κραταίπους, ουν (Α) αυτός που έχει δυνατά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πούς, ποδός (πρβλ. αρτί πους, ωκύ πους)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”