- κραταί-πεδον
κραταί-πεδον, οὖδας, mit hartem, festem Boden, Od. 23, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταί-πεδον, οὖδας, mit hartem, festem Boden, Od. 23, 46.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] … Dictionary of Greek