- κραταί-ρῑνος
κραταί-ρῑνος, mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταί-ρῑνος, mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1, 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] … Dictionary of Greek