- γρόνθων
γρόνθων, ωνος, ὁ, die Anfangsgründe im Flötenspiel, der Ansatz der Lippen u. Finger, Poll. 4, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρόνθων, ωνος, ὁ, die Anfangsgründe im Flötenspiel, der Ansatz der Lippen u. Finger, Poll. 4, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρόνθων — γρόνθος fist masc gen pl γρόνθων first lessons on the flute masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόνθωνος — γρόνθων first lessons on the flute masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνθων — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Κορίννῃ ἐπὶ νωτιαίου κρέως τὸ ὄνομα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. τένθης* «λαίμαργος» με φωνηεντισμό ο και έχει σχηματιστεί πιθ. μέσω αμάρτυρου τ. *τόνθος με επίθημα ων (πρβλ. γρόνθων: γρόνθος)] … Dictionary of Greek