- κρόμμυον
κρόμμυον, τό, = κρόμυον, Her., Ar. u. A., die herrschende Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόμμυον, τό, = κρόμυον, Her., Ar. u. A., die herrschende Form.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόμμυον — onion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὕτω σέ ἀγαπῶ, ὡς ὁ νύων τὸ κρόμμυον. — См. Любит как собака палку … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κρομμύω — κρόμμυον onion neut nom/voc/acc dual κρόμμυον onion neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμύοις — κρόμμυον onion neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμύοισι — κρόμμυον onion neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμύου — κρόμμυον onion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμύων — κρόμμυον onion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρομμύῳ — κρόμμυον onion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόμμυα — κρόμμυον onion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόμμυο — το (AM κρόμμυον, Α και κρέμμυον και κρόμυον) κρεμμύδι αρχ. στον πληθ. τὰ κρόμμυα τόπος όπου πουλιούνται κρεμμύδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόμμυον συνδέεται με μέσο ιρλδ. crim, ουαλ. craf, αγγλοσαξ. hramsan, νέο άνω γερμ. rams και ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
CAEPE — inter Aegyptiorum olim Numina. Plin. l. 19. c. 6. Allium caepasque inter Deos iureiurando habet Aegyptus; Sicut Zeno Stoicus per capp???, Teleclides per brassicam, iurâsse leguntur. Vide infra Cepe. Aversabantur tamen illud Aegzptii Sacerdotes,… … Hofmann J. Lexicon universale