γρόνθος

γρόνθος

γρόνθος, ὁ, = κόνδυλος, die geballte Faust, Sp. hellenistisch für πύξ, nach Moeris; vgl. Eust. 1322, 40. – Bei Maschinen die gewölbte Schildkrampe, = χελώνιον; auch eine hervorstehende Ecke, Sprosse, auf die man treten kann. Bei Hero = παλαιστή, als Längenmaaß.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γρόνθος — fist masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόνθος — ο βλ. γρόθος …   Dictionary of Greek

  • γρόνθον — γρόνθος fist masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόνθου — γρόνθος fist masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόνθους — γρόνθος fist masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόνθων — γρόνθος fist masc gen pl γρόνθων first lessons on the flute masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόνθῳ — γρόνθος fist masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρόθος — και γρόνθος, ο (AM γρόνθος, Μ και γρόθος και γρόθθος) 1. η γροθιά 2. μέτρο μήκους μσν. το άκρο τού χεριού αρχ. πέτρα, προεξοχή στον τοίχο οικοδομής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για νεώτερο σχηματισμό και παράλληλο τ. του πυξ «γροθιά» …   Dictionary of Greek

  • грудь — ж., укр. грудь, болг. гръди мн., сербохорв. гру̑ди мн., словен. grȏd, чеш. hrud ж., слвц. hrud , польск. стар. grędzi. Родственно лат. grandis великий, величественный , греч. βρένθος гордость , βρενθύ̄ομαι держу себя гордо ; см. Видеман, ВВ 13 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βρόχθος — βρόχθος, ο (Α) 1. ο φάρυγγας 2. κατάποση μικρής ποσότητας υγρού, γουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθημα θος απαντά σε λέξεις που σημαίνουν μέλος του σώματος (πρβλ. γνάθος, γρόνθος, στήθος). Συνδέεται με τα μσν. άνω γερμ. Krage «λαιμός», μσν …   Dictionary of Greek

  • πυξ — πύξ ΝΑ επίρρ. φρ. «πυξ (και) λαξ» με γροθιές και κλοτσιές αρχ. 1. με την πυγμή, με τη γροθιά («πὺξ μὲν ἐνίκησα Κλυτομήδεα», Ομ. Ιλ.) 2. ως προς την πυγμαχία («πὺξ ἀγαθὸς Πολυδεύκης», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «πὺξ ἔχω τοὺς δακτύλους» έχω τα δάχτυλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”