- κρόκινος
κρόκινος, saffranfarbig; ἄνϑος Theophr.; ὑφαντά bei Ath. XII, 525 e; – aus Saffran gemacht, μύρον, Sp., wie Philodem. 22 (XI, 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόκινος, saffranfarbig; ἄνϑος Theophr.; ὑφαντά bei Ath. XII, 525 e; – aus Saffran gemacht, μύρον, Sp., wie Philodem. 22 (XI, 341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόκινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκινος — η, ο (Α κρόκινος, ίνη, ον) [κρόκος] 1. αυτός που έχει το χρώμα τού κρόκου, κίτρινος 2. αυτός που παρασκευάζεται από κρόκο νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η κροκίνη (βιοχ.) ετεροζίτης που αποτελεί την κύρια χρωστική τής ζαφοράς … Dictionary of Greek
κροκίνω — κρόκινος of masc/neut nom/voc/acc dual κρόκινος of masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίνων — κρόκινος of fem gen pl κρόκινος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκινον — κρόκινος of masc acc sg κρόκινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίνοις — κρόκινος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίνου — κρόκινος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίνῳ — κρόκινος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκινα — κρόκινος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίνας — κροκίνᾱς , κρόκινος of fem acc pl κροκίνᾱς , κρόκινος of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek