- κρόκα
κρόκα u. κρόκες, wie von ΚΡΟΞ, s. κρόκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόκα u. κρόκες, wie von ΚΡΟΞ, s. κρόκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόκα — κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem acc sg κρόκᾱ , κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκας — κρόκᾱς , κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem acc pl κρόκᾱς , κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκαν — κρόκᾱν , κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CREBRATA Tela — apud Plin. l. 11. c. 24. ubi de aranearum teils, Quam non ad haec videtur pertinere crebratae pexitas telae et quadam politurae arte, per se tenax ratio tramae: est tela dense texta et multô subtemine farta, quae res pexitatem floccorum facit.… … Hofmann J. Lexicon universale
STAMEN — Graecis ςτήμων, quasi Statumen, in tela quid dicatur, notum. Hoc cum telam intenderent, dicebant Attici προφορεῖςθαι, Hesiodus in ἔργ. v. 777. προβάλλεςθαι, coeteri Graeci proprie διάζεςθαι, quod ordiri Latini appellavêre. Quo spectat illud… … Hofmann J. Lexicon universale
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
κρόκαι — κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem nom/voc pl κρόκᾱͅ , κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)