κρότων

κρότων

κρότων, ωνος, ὁ, auch κροτών, ῶνος betont, Hundelaus, Tecken, das homerische κυνοραίστης, Arist. H. A. 5, 19. 31. – Auch der Wunderbaum, κίκι, wegen seiner der Hundelaus ähnlichen Frucht, Hippocr., Diosc. – Ein Theil des Ohres, Poll. 2, 85.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κροτών — tick masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότων — I (Croton). Γένος φυτών της οικογένειας των ευφορβιιδών. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειοσπέρμων με 1.200 είδη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτών, ιθαγενών της δυτικής και Νότιας Αμερικής με κατ’ εναλλαγή φύλλα και άνθη κατά… …   Dictionary of Greek

  • Κρότων — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Καλαβρίας. Ιδρύθηκε περίπου το 710 π.Χ. από Αχαιούς στις εκβολές του ποταμού Αισάρου. Μετά την κατάκτηση της ορεινής χώρας προς τα ΝΔ και των χαλκωρυχείων του κόλπου της Τερίνης, οι κάτοικοί της ίδρυσαν μικρό… …   Dictionary of Greek

  • Κρότων — Κρότος rattling noise masc gen pl Κρότων masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτῶν — κροτέω make to rattle pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρότων — κρότος rattling noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кротон город — (Κρότων, нын. Cotrone) город в Бруттиуме (нын. Калабрия), на рч. Эзаре. Основан в 710 г. до Р. Х. ахейцами и спартанцами и рано достиг процветания, благодаря морской торговле. В 510 г. кротониаты разрушили Сибарис, но вскоре потерпели поражение… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Кротон, город — (Κρότων, нын. Cotrone) город в Бруттиуме (нын. Калабрия), на рч. Эзаре. Основан в 710 г. до Р. Хр. ахейцами и спартанцами и рано достиг процветания, благодаря морской торговле. В 510 г. кротониаты разрушили Сибарис, но вскоре потерпели поражение… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κροτῶνες — κροτών tick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτῶνος — κροτών tick masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κροτώνων — Κρότων masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”