κρόταφος

κρόταφος

κρόταφος, (von κροτέω, wegen des sichtbaren Pulsschlages), der Schlaf am Kopf; Il. 4, 502. 20, 397; nach Arist. H. A. 1, 11 τὸ μεταξὺ ὀφϑαλμοῠ, ὠτὸς καὶ κορυφῆς; gew. im plur., die Schläfen; κόρυϑα κροτάφοις ἀραρυῖαν Il. 13, 188 u. öfter; Ar. Ran. 854; τὰς ἐν τοῖσι κροτάφοισι φλέβας Her. 4, 187; Folgde. – Uebertr., der Berggipfel; ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ' αὐτῶν Aesch. Prom. 723; Ἐλικῶνος Philiad. ep. (App. 94). – Der Kolbenam Hammer. – Σχῆμα κατὰ κρόταφον, Figur von der Seite, im Profil, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρόταφος — κρόταφος, ο και κροτάφι, το μελίγγι, μηλίγγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρόταφος — side of the forehead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

  • κροτάφοιο — κρόταφος side of the forehead masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφοις — κρόταφος side of the forehead masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφοισι — κρόταφος side of the forehead masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφοισιν — κρόταφος side of the forehead masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφου — κρόταφος side of the forehead masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφους — κρόταφος side of the forehead masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφων — κρόταφος side of the forehead masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροτάφως — κρόταφος side of the forehead masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”