κρόσφος, ὁ, = γρόσφος, Eust. 795, 35.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρόσφος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόσφου — κρόσφος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)