- γρόσφος
γρόσφος, ὁ, eine Art Speer, pilum, Pol. 6, 22, 1 u. 4, wo er beschrieben wird; Plut. Sull. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρόσφος, ὁ, eine Art Speer, pilum, Pol. 6, 22, 1 u. 4, wo er beschrieben wird; Plut. Sull. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γρόσφος — γρόσφος, ο (Α) είδος ακοντίου τών ελαφρά οπλισμένων Ρωμαίων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. τεχνικής ορολογίας, άγνωστης προελεύσεως] … Dictionary of Greek
γρόσφος — javelin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφοι — γρόσφος javelin masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφοις — γρόσφος javelin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφον — γρόσφος javelin masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφους — γρόσφος javelin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφων — γρόσφος javelin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρόσφῳ — γρόσφος javelin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ОРУЖИЕ — • Arma. I. У греков. Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) … Реальный словарь классических древностей
γροσφομάχος — γροσφομάχος, ον (Α) Ρωμαίος στρατιώτης που πολεμάει με τον γρόσφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γρόσφος + μάχος < μάχομαι] … Dictionary of Greek