- νύγμα
νύγμα, τό, der Stich, Nic. Ther. 363. 446 u. Sp., bes. Medic. – Epicur. bei Ath. XII, 546 e vom Kitzel des Vergnügens.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύγμα, τό, der Stich, Nic. Ther. 363. 446 u. Sp., bes. Medic. – Epicur. bei Ath. XII, 546 e vom Kitzel des Vergnügens.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νύγμα — το (Α νύγμα και νύχμα) 1. κέντημα, τσίμπημα, αμυχή, τρύπημα 2. η μικρή πληγή που προκαλείται από το τσίμπημα αρχ. 1. προσβολή τών νεύρων 2. στον πληθ. τὰ νύγματα ερεθισμοί τών αισθητήριων οργάνων ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων ή μεταβολών.… … Dictionary of Greek
νυγμάς — νυγμά̱ς , νυγμή dot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυγματώδης — νυγματώδης, ῶδες (Α) [νύγμα] 1. αυτός που μοιάζει με νύγμα («ἡ τῆς καρδίας πήδησις πυκνὴ καὶ νυγματώδης», Αριστοτ.) 2. αυτός που προκαλεί νυγμό, που κεντά, που τσιμπά ή αυτός που εκδηλώνεται με τσίμπημα, με κέντρισμα («νυγματώδης πόνος»). επίρρ … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κέντηση — η (Α κέντησις) [κεντώ] κεντιά, τσίμπημα, αγκύλωμα, νύξη, νύγμα νεοελλ. κέντημα, στόλισμα, ποίκιλμα αρχ. επιγρ. η τοποθέτηση ψηφίδων σε μωσαϊκό, η κατασκευή ψηφιδωτών … Dictionary of Greek
νυγματίζομαι — (Α) [νύγμα] 1. νύσσομαι, κεντρίζομαι 2. παροτρύνομαι … Dictionary of Greek
νυγματικός — νυγματικός, ή, όν (Α) [νύγμα] ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, τής προσβολής τών νεύρων … Dictionary of Greek
νυκχάζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νύσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. εκφραστικού ενεστ. σε άζω τού ρ. νύσσω με δασύ σύμφωνο (πρβλ. ὀχέομαι / ὀχέω και ὀκχέω / ὄκχος), πρβλ. και νύγμα / νύχμα] … Dictionary of Greek
νύχμα — νύχμα, τὸ (Α) βλ. νύγμα … Dictionary of Greek
στίζω — ΝΜΑ 1. προξενώ στίγματα με έγκαυση ή με οξύ όργανο, στιγματίζω, διαστίζω (α. «τόν έστιξε με καυτό σίδερο» β. «τῶν δούλων τὸν πιστότατον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε», Ηρόδ.) 2. ποικίλλω ένα μέρος τού σώματος με στίγματα, κάνω δερματοστιξία («τὰ… … Dictionary of Greek
κίνυγμ' — κί̱νυγμα , κίνυγμα anything moved about neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)